- υδροκηλικός
- -ή, -ό1. που αναφέρεται στην υδροκήλη (βλ. λ.): Υδροκηλικά φάρμακα.2. αυτός που πάσχει από υδροκήλη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδροκηλικός — ή, ό / ὑδροκηλικός, ή, όν, ΝΜΑ [υδροκήλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροκήλη 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο υδροκηλικός, η υδροκηλική αυτός που πάσχει από υδροκήλη μσν. αρχ. ο κατάλληλος για τη θεραπεία τής υδροκήλης … Dictionary of Greek
ὑδροκηλικῶν — ὑδροκηλικός suffering from hydrocele fem gen pl ὑδροκηλικός suffering from hydrocele masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροκηλικοῖς — ὑδροκηλικός suffering from hydrocele masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροκηλικούς — ὑδροκηλικός suffering from hydrocele masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροκηλικῷ — ὑδροκηλικός suffering from hydrocele masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)